- φρεσκάρω
- Ν1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν»)3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα»)β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιοςγ) (για ατμοσφαιρικά φαινόμενα και καιρικές καταστάσεις) γίνομαι πιο δροσερός, πιο ευχάριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frescare (βλ. και λ. φρέσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.